κουβούσι

κουβούσι
το
1. τετράγωνο άνοιγμα, καταρρακτή θύρα στο κατάστρωμα πλοίου, με την οποία γίνεται η συγκοινωνία και ο αερισμός τού πλοίου, καθέκτης
2. συνεκδ. θολωτό στέγασμα τής καθόδου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kovuş].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καθέκτης — ο (Μ καθέκτης) 1. καταπακτή, οριζόντια πόρτα πάνω σε δάπεδο, η οποία εμποδίζει την κάθοδο σε υπόγειο, γκλαβανή 2. ναυτ. χαμηλό υπόστεγο που βρίσκεται πάνω από κάθε σκάλα καθόδου από το κατάστρωμα πλοίου προς το κύτος του, για να προστατεύει από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”